πολυκρότου

πολυκρότου
πολύκροτος
ringing loud
masc/neut gen sg
πολύκροτος
ringing loud
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Τζιγάλας — Επώνυμο Ελλήνων λογίων. 1. Αζαρίας (Σαντορίνη 1660 – 1740). Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, όπου και δίδαξε αργότερα και ο ίδιος (1709 11). Διετέλεσε δάσκαλος των παιδιών του άλλοτε ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Μιχαήλ Ρακοβίτζα και μετά του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”